- αλισφακιά
- ηβλ. αλιφασκιά, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλισφακιά — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina. 2. το αφέψημα που… … Dictionary of Greek
άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά … Dictionary of Greek
αλίσφακας — ο το φυτό αλισφακιά και ο καρπός τής αλισφακιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ελελίσφακος*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο] … Dictionary of Greek
αλιφασκιά — η η αλισφακιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά με μετάθεση συμφώνων] … Dictionary of Greek
λισφακιά — η η αλισφακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά,* με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
αλισφακίδι — το το αλισφακάκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. ίδι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά] … Dictionary of Greek
αλισφακιδιά — η [αλισφακίδι] η αλισφακιά* … Dictionary of Greek
αλισφακόμηλο — το 1. το αλισφακάκι* 2. η αλισφακιά* (πρβλ. και φασκόμηλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας + μήλο] … Dictionary of Greek
ελελίσφακος — ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το) ονομασία φυτών τού γένους Salvia, αλισφακιά … Dictionary of Greek
σαρκοθρόφι — το, Ν άλλη κοινή ονομασία τού φυτού αλισφακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τρέφω, λόγω τού ότι θεωρείται ως φυτό κατ εξοχήν φαρμακευτικό] … Dictionary of Greek